τριηραρχέοντος

τριηραρχέοντος
τριηραρχέω
command a trireme
pres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριηραρχώ — τριηραρχῶ, έω, ΝΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) εξοπλίζω τριήρη, είμαι τριήραρχος αρχ. 1. είμαι κυβερνήτης τριήρους («ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος», Ηρόδ.) 2. (κατά την λατρεία τής Ίσιδος) εξοπλίζω ιερό πλοίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”